- λαρκίδιον
- λαρκ-ίδιον, τό, Dim. of λάρκος, Ar.Ach.340:—also [suff] λαρκ-ίον, Poll.10.111.
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.
λαρκίδιον — και λαρκίον, τὸ (Α) [λάρκος] μικρό κοφίνι για τη μεταφορά ξυλοκάρβουνων … Dictionary of Greek
λαρκίδιον — neut nom/voc/acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
λαρκίδια — λαρκίδιον neut nom/voc/acc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)